- πωλοῦμαι
- πωλέομαιgo up and downpres ind mp 1st sg (attic epic doric)πωλέωsellpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πωλούμαι — πωλούμαι, πωλήθηκα βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: πωλώ, πωλούμαι : απαντάται σε επίσημο ύφος λόγου και σε στερεότυπες εκφράσεις, κυρίως στην παθητική φωνή (πωλείται, πωλούνται, σε αγγελίες πώλησης κτλ.). Περισσότερο διαδεδομένο είναι το ρ. πουλάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πωλούμαι — έομαι, και ιων. τ. πωλεῡμαι, Α 1. πηγαίνω πάνω κάτω ή πέρα δώθε 2. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω κάπου («περὶ πόλιν πωλεύμενος», Αρχίλ.) 3. (με γεν.) πορεύομαι 4. (για πόρνη) περνώ τη ζωή μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πωλοῦμαι ανάγεται στην εκτεταμένη… … Dictionary of Greek
επιπωλούμαι — ἐπιπωλοῡμαι, έομαι (Α) [πωλούμαι] 1. περιέρχομαι, διέρχομαι παρατηρώντας, επιθεωρώ («αὐτὸς δέ... ἐπιπωλεῑται στίχας ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επισκέπτομαι κάποιον 3. παρατηρώ, κατοπτεύω κάποιον … Dictionary of Greek
πωλεύμαι — Α ιων. τ. βλ. πωλοῡμαι … Dictionary of Greek
πωλώ — πωλώ, πώλησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: πωλώ, πωλούμαι : απαντάται σε επίσημο ύφος λόγου και σε στερεότυπες εκφράσεις, κυρίως στην παθητική φωνή (πωλείται, πωλούνται, σε αγγελίες πώλησης κτλ.). Περισσότερο διαδεδομένο είναι το ρ. πουλάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής